- εκπαρθενεύω
- και ξεπαρθενεύω (AM ἐκπαρθενεύω)1. αφαιρώ την παρθενιά, διακορεύω2. (για φαγητά ή ποτά κλειστά ή συσκευασμένα σε κουτιά κ.λπ.) ανοίγω και δοκιμάζω πρώτος3. οδηγώ νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική αθωότητα και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.
Dictionary of Greek. 2013.