εκπαρθενεύω

εκπαρθενεύω
και ξεπαρθενεύω (AM ἐκπαρθενεύω)
1. αφαιρώ την παρθενιά, διακορεύω
2. (για φαγητά ή ποτά κλειστά ή συσκευασμένα σε κουτιά κ.λπ.) ανοίγω και δοκιμάζω πρώτος
3. οδηγώ νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική αθωότητα και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναπατώ — (I) ( έω) (Α ἀναπατῶ) [πατῶ] νεοελλ. κάνω μικρούς βηματισμούς ανήσυχος αρχ. 1. στρέφομαι, κινούμαι προς τα πίσω 2. (για άλογα) κάνω πίσω, διστάζω, κολώνω. (II) ( έω) [απατώ] διαφθείρω παρθένα, εκπαρθενεύω …   Dictionary of Greek

  • ατιμάζω — (AM ἀτιμάζω) [άτιμος] 1. προσβάλλω κάποιον με λόγια ή έργα 2. κατηγορώ, βρίζω νεοελλ. 1. βιάζω ή εκπαρθενεύω 2. βλαστημώ, καταριέμαι αρχ. 1. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά προς κάποιον 2. δεν θεωρώ κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει κάτι 3. αφαιρώ… …   Dictionary of Greek

  • ἐκπαρθενεύσασα — ἐκπαρθενεύσᾱσα , ἐκπαρθενεύω deflower aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”